- ἑπτάκτυπος
- ἑπτάκτῠπος, -ον (cf. Bacch. ἑπτάτονος.)1 seven toned
χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος P. 2.70
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χάριν ἑπτακτύπου φόρμιγγος P. 2.70
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
επτάκτυπος — ἑπτάκτυπος, ον (Α) (για φόρμιγγα) με επτά τόνους … Dictionary of Greek
ἑπτακτύπου — ἑπτάκτυπος seven toned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
κτύπος — και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος) 1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ. 2. κρούση, κτύπημα νεοελλ. μσν. 1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού») 2.… … Dictionary of Greek